Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

άτιτλο του Εσκάνταρ Αλχέετ

(Μετάφρ.: Nathalie)



Σταμάτησα να γράφω για την αγάπη για να την καλύψω με αηδία,
τα έσβησα όλα κι έκανα μια νέα αρχή γύρω από μένα για να μου αλλάξω τη ζωή
που είχα επιλέξει
λόγω του φόβου μου για το ευτυχισμένο τέλος, για την παρατεταμένη χαρά, για την αναγκαιότητα του πόνου,
για να αισθανθώ άνετα με τη δικαιοσύνη των ενοχών,
τις πιστές μου πουτάνες,
τις συμβούλους εχθρούς μου.

Αγκυροβόλησα σαν ένα πλοίο που, μεθυσμένο, αφήνεται να πέσει
στο πρώτο λιμάνι που δεν του γύρισε την πλάτη,
όπως μια τράπεζα γεμάτη με ληστές πληρωμένους από μένα,
αγκυροβόλησα
από γαμήλια δεξίωση, ανάμεσα στους καλεσμένους
και στο λουκούλειο γεύμα, προτίμησα την πικρή γεύση
των δικών μου εμετών
από τη γλυκιά αγκαλιά του γυμνού δέρματος.

Πριν πλύνω τα πιάτα, αποφάσισα να τα σπάσω,
να κλέψω το σερβίτσιο,
να σερβίρω σε αλουμινόχαρτο την εντιμότητα,
και να την καπνίσω.

Δεν είναι ένα σήμα συναγερμού, βλάκα, αλλά μου αρέσει να γεμίζω με καπνό
τη διακόσμηση,
τη φωτογραφία,
και το σενάριο.

Λες και αυτή ήταν μια ταινία καταστροφής και δοκιμίων
κι όχι μια σκατο- διαδοχή από ακολουθίες
χωρίς πολλά πολλά.

Ζωή μου, πόσο μακριά με τσακώνεις κάθε φορά που θέλω ν'αυτοκτονήσω
και δε με φιλάς,
και παρόλα αυτά πόσο κοντά, όταν, ενίοτε, σε φαντάζομαι ξυπόλητη να κοιτάς τη θάλασσα.
Κι όλα τα υπόλοιπα ξεχνιούνται.

Τι παράξενο είναι αυτό το κλουβί.
Και τι παράξενα κάγκελα έχει: όσο και να προσπαθώ να τα διασχίσω
μεγαλώνουν εντός μου,
ζημιά τη ζημιά.

Λες και μπέρδευα το να ξεπεράσω με το να ξεχάσω.
Λες και επειδή σταμάτησα να σε κοιτώ δεν υπήρχες.

Και τίποτα δεν ήταν πιο τυχαίο από όλο αυτό το παρελθόν από χειμώνες
με το οποίο κοιμάμαι
στην παλατινή σουίτα μου τη γεμάτη με καθρέφτες
και ρωγμές.

Στίψε με να στάξω, έλεγε τούτη η βροχή
με την οποία με κοιτούσες στα μάτια
κάθε φορά που έχυνες.
Αυτή η θύελλα
με την οποία ντυνόσουν τα συναισθήματα αναμένοντας την κακοποίηση
προσθέτοντας ύστερα: “ήρεμα,
δεν είναι τίποτα, αλλά φύγε πια, σε παρακαλώ,
δεν θα'θελα να δικαιολογήσω τα ναυάγιά σου,
να σου δωρίσω τις δικαιολογίες,
να σου γράφω εγώ τις μεταφορές με τις οποίες θα σου λέω ψέματα”

Υπήρχε μια σιωπή που μας περίμενε, ένα τίποτα που θα μας έκανε να κοιτάξουμε τα φιλιά άλλων
οπισθοδρομώντας, μαζεύοντας τα κομμάτια
και τους σπόρους για τα πουλιά, θα είμαστε λυπημένοι στη δική μας καταδίκη του υποκατάστατου,
θα γελάμε σαν γιορτές σε ασθενοφόρο,
σαν ένα πήγαινε-έλα από νοσταλγίες που μας γαργαλούσε
σαν κάποιο “δεν ξέρω τι είναι, αλλά δεν είμαι ευτυχισμένος” σε κάθε τυχερό λαχείο
για το οποίο μας συνέχαιραν.

Το ξέρω,
ξέρω πως θα μπορούσα να ζήσω από δίψα
ήρεμα
όλη τη γαμημένη ζωή,
αλλά επέλεξα να την πιω
βιαστικά,
κι έτσι πρέπει να συνεχίσω

μέχρι να γίνει ξύδι.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου