Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Ένα σπίτι με λέξεις για το Χούλιο Κορτάσαρ, του Εδουάρδο Γκαλεάνο

(Μετάφρ.: Nathalie)


Ο Χούλιο είναι μια μεγάλη χορδή με πρόσωπο φεγγαριού. To φεγγάρι έχει μάτια έκπληξης και μελαγχολίας. Έτσι το βλέπω στο ημίφως ενώ λαγοκοιμάμαι, ενώ ξεκολλώ τα βλέφαρά μου. Έτσι τον βλέπω και τον ακούω, γιατί ο Χούλιο είναι καθισμένος δίπλα στο κρεβάτι που ξυπνώ και μου διηγείται απαλά τα όνειρα που μόλις ονειρεύτηκα και που πια δε θυμάμαι ή που νομίζω πως δε θυμάμαι. Αυτό αισθάνθηκα από όταν διάβασα για πρώτη φορά τα πράγματά του, πάνω από είκοσι χρόνια πια, κι είχα πάντα όρεξη να του δώσω όνειρα σε αντάλλαγμα με αυτά που εκείνος θα μου επέστρεφε. Ποτέ δεν μπόρεσα. Τα λίγα όνειρα που καταφέρνω να θυμηθώ στο τέλος κάθε νύχτας, δεν αξίζουν τον κόπο.
Η Ελένα μου έδωσε τώρα τα δικά του, ώστε εγώ να ξέρω του Χούλιο. Το όνειρο του σπιτιού των λέξεων, για παράδειγμα. Εκεί προσέφευγαν οι ποιητές για να ανακατέψουν και να δοκιμάσουν λέξεις. Οι λέξεις φυλάγονταν σε γυάλινες φυάλες, και κάθε μια είχε ένα χρώμα, μια μυρωδιά και μια γεύση και κάθε μια ακουγόταν και ήθελε να την αγγίζουν. Οι ποιητές επέλεγαν και συνδύαζαν, αναζητώντας τονικότητες και μελωδίες, και πλησίαζαν στη μύτη τους τις φράσεις που σχημάτιζαν, και τις δοκίμαζαν με το δάχτυλο: "Αυτή χρειάζεται παραπάνω άρωμα βροχής", έλεγε ο Χουάν, κι ο Ερνέστο έλεγε: "Σε αυτήν περισσεύει αλάτι". Το σπίτι των λέξεων έμοιαζε πολύ με το σπίτι της Ροσαλία δε Κάστρο, στη Γαλικία` και ίσως να ήταν. Τα δέντρα έμπαιναν μέσα από τα παράθυρα.
Ή, ας πούμε, το όνειρο του τραπεζιού των χρωμάτων. Ήμασταν όλοι σε τούτο το όνειρο, όλοι οι φίλοι καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι, κι επίσης το πλήθος των "έξτρα" που εργάζονται σε όποιο όνειρο οι ίδιοι σέβονται. Στις πηγές και στα πιάτα υπήρχε φαγητό, αλλά πάνω απ' όλα υπήρχαν χρώματα: κάθε ένα σέρβιρε κάποια χαρά στο στόμα κι επίσης σέρβιρε κάποιο χρώμα, το χρώμα που του έλειπε, και το χρώμα έμπαινε από τα μάτια: κίτρινο λεμονί ή γαλάζιο της γαλήνιας θάλασσας, κόκκινο καπνιστό ή κόκκινο του βουλοκεριού ή κόκκινο του κρασιού. Μια φορά, η Ελένα ονειρεύτηκε πως τα όνειρά της έφευγαν για ταξίδι κι εκείνη πήγαινε μέχρι το σταθμό του τρένου να τα αποχαιρετήσει και εκεί γύρω περπατούσε ευδιάκριτος, δεν ξέρω πως, ο Τσάτσο Πενιαλόσα* θέλοντας να φύγει για τη Βηρυτό. Άλλη φορά, πριν λίγο καιρό, ονειρεύτηκε πως είχε αφήσει τα όνειρά της στη Μαγιόρκα, στο σπίτι των Κλαριμπέλ και Μπουντ**. Μέσα στο όνειρο χτυπούσε το τηλέφωνο και ήταν η Κλαριμπέλ που καλούσε από το χωριό Ντεϊά. Η Κλαριμπέλ έλεγε πως η Ελένα είχε ξεχάσει ένα σωρό όνειρα στο σπίτι της και πως αυτή τα είχε φυλάξει, δεμένα με μια ταινία, και πως τα εγγόνια της ήθελαν να τα φορέσουν κι αυτή τους έλεγε: "Αυτό μην το αγγίζετε".
- Τι να κάνω με τα όνειρά σου; -ρωτούσε η Κλαριμπέλ στο όνειρο.
- Δώσ'τα στο Χούλιο -της πρότεινα εγώ, μετά, όσο το καφεδάκι μάς άνοιγε, σιγά σιγά, τις πόρτες της ημέρας: και η Ελένα συμφώνησε.


 * Ángel Vicente "Chacho" Peñaloza: αξιωματικός του στρατού και ηγέτης στους Εμφύλιους πολέμους της Αργεντινής
** Claribel Alegría, Darwin J. Flakoll (Bed): ζευγάρι διανοουμένων που, ανάμεσα σε άλλα, μετέφρασε από τα αγγλικά στα ισπανικά εκατό ποιήματα του Ρόμπερτ Γκρέιβς, που ήταν γείτονάς τους στο χωριό Ντεϊά, ενώ διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με το Χουάν Ρούλφο, το Χούλιο Κορτάσαρ, το Μάριο Βάργκας Λιόσα και το Μάριο Μπενεντέτι. Η ίδια η Alegría είχε ως μέντορα τον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ.

Queremos tanto a Julio: 20 autores para Cortázar (1984)

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου