Κυριακή 23 Απριλίου 2017

36, του Χοσέ Μαρία Φονογιόσα

(μετάφραση: nathalie)


Μήπως εγώ είμαι καλύτερος από τους άλλους;
Είναι το σώμα και το πνεύμα μου ξεχωριστά;
Μήπως είμαι ένας ήρωας εξαιρετικός
σαν αυτούς στις ταινίες και στα βιβλία;
Πρέπει να πατήσω τα πόδια μου στη γη.
Να με δω σαν το ηχηρό συνώνυμο
ενός ακόμη απ' τον ανθρώπινο όχλο.
Κάποιος πολύ όμοιος με εκείνους τους άλλους
που έχω πολλές φορές υποτιμήσει.
Γιατί, λοιπόν, να μη με αθροίσω στο μεγάλο νούμερο;
Και γιατί να μην αποδεκτώ το πεπρωμένο μου
αν είναι μάταιο να εξεγείρεσαι; Δε γίνεται.
Δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει κανείς απ' αυτό που είναι.


DESTRUCCIÓN DE LA MAÑANA (DVD, 2005), Prólogo y Edición de José Ángel Cilleruelo

Πηγή

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Μετά το Big Bang, της Γκάτα Κατάνα

(μετάφραση: nathalie)





Ποιητές του κόσμου:
Ξέρω καλά πως έχετε ναυαγήσει άλλα νησιά,
άλλους καιρούς, άλλα οράματα...
Μα ξέρω επίσης πως έπρεπε να δραπετεύσετε κυνηγημένοι
απ' τις ίδιες αποτυχίες,
απ την ίδια ξεδιαντροπιά που κυρτώνει κολώνες
και θερίζει θελήσεις,
απ' την ίδια κοινοτυπία και βαρβαρότητα που μας οργώνει,
απ' το πρώτο λεπτό μετά το Big Bang,
ή μετά την έβδομη ημέρα,
σύμφωνα με την ερμηνεία.
Τα ξέρω καλά όλα αυτά.
Πως σας απέκλεισαν,
σας πήραν για εισβολείς
και σας εξανάγκασαν να ζητιανεύετε
ένα ξεροκόμματο για ένα στίχο,
και για ένα στίχο τη ζωή.
Ένα στίχο που είναι ο μοναδικός,
πάντα σε παρελθόντα χρόνο,
αλλά υπήρξαμε,
η μοναδική απόδειξη του ότι υπήρξαμε μεγάλοι,
πάντα σε παρελθόντα χρόνο,
αλλά υπήρξαμε,
υπήρξαμε.
Κι ακόμα κι έτσι
βρεθήκατε αναγκασμένοι να σκύψετε το κεφάλι,
να ψάξετε μια αληθινή δουλειά,
μια αληθινή δουλειά,
κι όχι τούτη την ανοησία ακίνδυνου λόγου,
κι όχι τούτη την αλητήρια πολυλογία που
κλονίζει τη γη σπείροντας
τραγούδια για κοτόπουλα που
εξεγείρονται
ενάντια σε γεωργούς,
ποιά γάτα με τρία πόδια
και ποιό κινέζικο παραμύθι
Ξέρω καλά πως εξαπατηθήκατε,
πως σας κάλεσαν να φύγετε από τη σπηλιά,
πως δεν είχατε ποτέ θέση εκεί
ούτε ήταν η ώρα σας
πως σας κάλεσαν να πεθάνετε σ' εξοστρακισμό
πως σας παρέθεσαν μάταια κι επίσης
χειραγώγησαν τις λέξεις σας.
Γι' αυτό πρέπει να έρθετε το συντομότερο δυνατόν.
Γι' αυτό ακριβώς ήρθα προσωπικά να σας στρατολογήσω,
μ' αυτή την άκαιρη αγόρευση που φοβίζει,
και υψώνω τη φωνή σαν μια γροθιά
και φαίνεται πως θυμώνω
(και δε θυμώνω, είναι που ποτέ δεν με ακούτε)
Ήρθα να σας ζητήσω να ενωθείτε μαζί μου
στην τελευταία κίνηση, την οριστική,
την ποτέ ξανά,
ο στίχος ή η ζωή,
να σας καλέσω να εξεγερθείτε ενάντια σ' αυτήν
την αδικία που μας εξορίζει,
αρνηθείτε κατηγορηματικά
τον αντιπαραγωγικό θρήνο
ή τη σιωπή λόγω φόβου.
Ποιητές του κόσμου,
έχει έρθει η ώρα να σηκωθείτε
σαν ένα βροντερό τσουνάμι
που σαρώνει τους δρόμους και οργώνει
τις σωληνώσεις και τα ποτάμια...
αφήνοντας πίσω του μια απόδειξη,
ίσως το τελευταίο
χνάρι
ζωντανής ελπίδας.
Έχει έρθει η ώρα
να τελειώνουμε με τη θλιβερή ποίηση που αυτοϊκανοποιείται,
να γλείψουμε τις πληγές μας και να ταΐσουμε πικρίες,
του συμβουλές πουλώ και για μένω δεν έχω.
Πρέπει να γιορτάσουμε.
Πρέπει να βγούμε απ' τις σπληλιές μας
όχι σα φοβισμένα κουνελάκια μα
σαν οι ήρωες που υπήρξαμε.
Διότι υπήρξαμε κι ο χρόνος θα μας δικαιώσει.
Και διότι όπου κάτι υπήρξε πάντα κάτι μένει.
Ξέρω πως σε σας μένει κάποια αθωότητα,
που ακόμη, μερικές φορές.
όταν δε σας βλέπει κανείς γελάτε σαν παιδιά
και κάθεστε να συζητήσετε στη φωτιά
και συνεχίζουν να σας εκπλήσσουν
και να σας θαμπώνουν
τ' άστρα,
κι ενίοτε,
ακόμη,
έχετε νιώσει οι πιο ευτυχισμένοι στη γη.
Αυτό είναι που πρέπει να διηγηθείτε.
Έχει έρθει η ώρα ν' αναπαράγουμε
το πιο χαρούμενο απ' τα τραγούδια
για να πολεμήσουμε την οπισθοφυλακή.
Πρέπει να τελειώνουμε με την ηττοπάθεια
και το στείρο θρήνο,
με την ομφαλοσκόπηση και τον κυνισμό
τον αμείλικτο.
Σύντροφοι,
πρέπει να τελειώνουμε οριστικά με τη θλιβερή ποίηση.
Ακόμη κι αν γι' αυτό θα πρέπει να με σκοτώσετε.

Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

Είναι ο ουρανός πια, του Χιλμπέρτο Όουεν

(Μετάφρ.: Nathalie)

Είναι ο ουρανός πια. Ή η νύχτα. Ή η θάλλασα που με διεκδικεί
με τη φωνή των ποταμών μου να τρέμει ακόμη στη βροντή του,
με τα κεκλιμένα μάρμαρά του να ενσαρκώνονται στην άμμο,
και ο άνθρωπος του φεγγαριού με τη φώκια του τσίρκου,
και βίτσια μάγουλων βαμμένων στα λιμάνια
κι ο στοργικός του ορίζοντας, πάντα παιδί και πάντα αιώνιος.
Αν πρέπει να ζήσω, ας είναι δίχως τιμόνι και σε ντελίριο.

Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

Γιατί γράφουμε, του Ρόκε Δάλτον

(μετάφραση: nathalie)



Γράφει κανείς στίχους και αγαπά
το παράξενο χαμόγελο των παιδιών,
το υπέδαφος του ανθρώπου
που στις όξινες πόλεις μασκαρεύει το θρύλο του,
την εγκαθίδρυση της χαράς
που προφητεύει ο καπνός των εργοστασίων.

Έχει κανείς στα χέρια του μια χώρα μικρή,
ημερομηνίες άθλιες,
νεκρούς σαν απαιτητικά μαχαίρια,
δηλητηριώδεις επισκόπους,
τεράστιους νέους ορθούς
χωρίς ηλικία άλλη απ' την ελπίδα
ανυπότακτες φουρνάρισσες με περισσότερη δύναμη από έναν κρίνο
ράφτρες σαν τη ζωή,
σελίδες, κοπέλες,
σποραδικό ψωμί, άρρωστα παιδιά,
προδότες δικηγόρους
εγγόνια της ποινής κι αυτού που υπήρξαν,
χαμένους γάμους αντρός αδύναμου,
μητέρα, κόρες ματιών, γέφυρες,
φωτογραφίες σπασμένες και προγράμματα.
Θα πεθάνει κανείς,
αύριο,
ένα χρόνο,
ένα μήνα δίχως κοιμισμένα πέταλα`
διασκορπισμένος θα μείνει κάτω από τη γη
και θα έρθουν νέοι άνθρωποι
ζητώντας πανοράματα.
Θα ρωτήσουν τί υπήρξαμε,
ποιοί προηγήθηκαν αυτών με ατόφιες φλόγες,
ποιούς να καταραστούν με τη μνήμη.
Καλώς.
Τούτο κάνουμε.
Φρουρούμε γι' αυτούς το χρόνο που μας έλαχε.

La ventana en el rostro, 1962

Πηγή

Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

Ο χορός των αποκλεισμένων





  Από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τον Μεγάλο Πόλεμο, ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης καταλήγει στην Αργεντινή. Αυτοί που καταφτάνουν προέρχονται από πολλές γωνιές του πλανήτη και οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό, είναι πολλοί: Άλλοι είναι κάτοικοι ευρωπαϊκών χωρών που τότε βιώνουν την εκβιομηχάνιση και οι ίδιοι προλεταριοποιούνται (Ιταλία, Ισπανία), άλλοι φεύγουν λόγω των καταστροφών στην αγροτική παραγωγή και των αγροτικών κρίσεων όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην Ιταλία, οι διάφορες μειονότητες στην Ανατολική Ευρώπη (η πολωνική, η φινλανδική, η λιθουανική) εξωθούνται στη μετανάστευση λόγω των πογκρόμ εναντίων τους, άλλοι καταλήγουν εκεί λόγω της κρίσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως καταλήγουν και Εβραίοι, επίσης εξαιτίας των πογκρόμ. Σημαντικό ρόλο θα παίξουν οι διατάξεις στη νομοθεσία ορισμένων κρατών, οι οποίες απαγορεύουν τη μετανάστευση ανηλίκων κάτω των 15 ή 16 ετών, ηλικιωμένων, γυναικών και γενικότερα, ανθρώπων που δεν μπορούν να εργαστούν. Στην Αργεντινή, μα και στη Λατινική Αμερική εν γένει, οι μετανάστες που φτάνουν είναι αυτοί με τα λιγότερα προσόντα (οι πιο εξειδικευμένοι κατευθύνονται στη Βόρεια). Επίσης, οι κάτοικοι των μεσογειακών χωρών και της Μέσης Ανατολής την προτιμούν, λόγω του κλίματος και του τρόπου ζωής, που είναι εγγύτερος στις δικές τους κουλτούρες. Όμως, οι κάτοικοι των χωρών αυτών μεταναστεύουν «σαν χελιδόνια», δηλαδή στην πλειοψηφία τους, δε μετακομίζουν οικογενειακώς, μα μετακομίζει, προσωρινά, μόνο ο άντρας της οικογένειας που είναι σε ηλικία και θέση να εργαστεί.
  Λόγω του πολέμου και των εμπάργκο, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής βιώνουν μια αύξηση στην παραγωγή τους, εξάγοντας πρώτες ύλες στις εμπόλεμες δυνάμεις. Επιπλέον, αρχίζουν να δομούνται οδικά δίκτυα και συγκοινωνίες, που διευκολύνουν την εκμετάλλευση και την κατοίκηση ανεκμετάλλευτων -ως τότε- περιοχών. Σημαντικό ρόλο παίζει και η απευθείας σύνδεση από τα ευρωπαϊκά λιμάνια της Γένοβας και της Α Κορούνια, με τα λατινοαμερικανικά λιμάνια, καθώς και η επακόλουθη μείωση του κόστους του ταξιδιού.
  Έτσι, στην Αργεντινή, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, οι δύο μεγαλύτερες κοινότητες μεταναστών είναι η ισπανική και η ιταλική, μα έχουν καταφτάσει επιπλέον,  Αυστροούγγροι, Τούρκοι, Ουκρανοί, πρώην αγρότες από τα Καρπάθια, έμποροι από την Αρμενία, τη Βηρυττό, τη Δαμασκό, το Χαλέπι, Παλαιστίνιοι, Έλληνες, Πολωνοί, Εβραίοι, Ιάπωνες (αυτοί βρίσκονταν ήδη εκεί από τις αρχές του αιώνα, λόγω μιας εμπορικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών), Γάλλοι και Γερμανοί (επίσης από παλαιότερο μεταναστευτικό κύμα). Το 1895, στους 100 κατοίκους, οι 71 είναι μετανάστες. Το 1914, είναι οι 50. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία δε θα πιάσουν αγροτική δουλειά, αλλά θα βρουν δουλειά ως εργάτες στις πόλεις, ενώ όσοι έχουν κάποιους πόρους ή εργάζονταν από τα πριν ως μάστορες, ανοίγουν μικρά μαγαζιά ή εργαστήρια. Παρόλα αυτά, τα όρια μεταξύ των μικροαστικών τάξεων και των κατώτερων τάξεων είναι αρκετά ρευστά και υπάρχει κοινωνική κινητικότητα. Στους μετανάστες από τις άλλες χώρες, προστίθενται οι εσωτερικοί μετανάστες από τα αγροκτήματα, την πάμπα και τον κάμπο, που καταλήγουν εκεί, μιας και η πόλη του Μπουένος Άιρες είναι η πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη της ηπείρου.
  Λόγω του τεράστιου αυτού κύματος, προκύπτει ζήτημα διαμονής. Στο Ξενοδοχείο για τους Μετανάστες καταλήγουν οι μετανάστες χωρίς καθόλου οικονομικούς πόρους, αλλά ακόμη κι έτσι, η διαμονή τους εκεί είναι πρόσκαιρη και μετά από λίγες μέρες, αναγκάζονται και αποχωρούν. Επανακατοικούνται σπίτια που είχαν εγκαταλειφθεί στο παρελθόν λόγω ασθενειών όπως η ευλογιά. Πληθαίνουν οι κάτοικοι των προαστίων και δημιουργούνται νέα. Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών θα ονομαστούν “orilleros (οριγιέρος)”. Η λέξη οrilla στα ισπανικά σημαίνει την ακτή της θάλασσας και την όχθη μιας λίμνης ή ενός ποταμού. Οι orilleros, λοιπόν, είναι οι κάτοικοι που ζουν στις «όχθες» του Μπουένος Άιρες, δηλαδή όσοι δε ζουν στο κέντρο της πόλης. Στις «όχθες» αυτές δεν υπάρχει παράδοση. Σε μια τέτοια γειτονιά, το Παλέρμο, μεγαλώνει και ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο οποίος στο έργο του θα της προσδώσει μυθικές διαστάσεις, ενώ θα γράψει πως η μελαγχολία της είναι σαιξπηρική.
  Στους δρόμους του Μπουένος Άιρες, είναι πιο εύκολο να ακούσει κανείς άλλες γλώσσες, παρά ισπανικά. Η αναλογία αντρών- γυναικών είναι 7 ή 8 άντρες προς 1 γυναίκα. Πρόκειται για ένα «χάος από αίματα και κουλτούρες», κατά τον Ερνέστο Σάμπατο. Εκεί συναντιέται ο γκάουτσο της πάμπας με τον ξένο εργάτη που ψάχνει μεροκάματο, η φιγούρα του “compadrito” (γόης των προαστείων, έτοιμος να μπλέξει σε καυγά και να ερωτευτεί, «το alter ego του γκάουτσο»), με αυτή του ρουφιάνου και της γυναίκας «χαλαρών ηθών» , το ανδαλουσιάνικο φλαμένκο με το αφρικάνικο candombe, το ιταλικό bel canto και η canzonetta, με την κουβανέζικη habanera, τη milonga, το αργεντίνικο βαλς και τους χορούς των σκλάβων.
  Οι μετανάστες, οι οριγιέρος, οι μεροκαματιάρηδες και γενικότερα το περιθώριο της πόλης, που κουβαλούν άλλες θρησκείες, άλλες νοοτροπίες, άλλες γλώσσες, άλλα ήθη και έθιμα, άλλους πολιτισμούς, άλλες αναπαραστάσεις, περιφρονημένοι από τους πατρικίους, με μια άγρια νοσταλγία για τη χώρα τους, την οικογένειά τους, την παιδική τους ηλικία, καταφέρνουν να ενωθούν και να επικοινωνήσουν με το τάγκο` το τάγκο που γεννιέται από την ορφάνεια, το τάγκο που δεν αποτελεί μια μίξη των μουσικών που προαναφέρθηκαν, μα που ακόμη και σήμερα, κανείς δεν έχει καταφέρει να του αποδώσει κάποια συγκεκριμένη καταγωγή, παρά μόνο μια, κατά τον Μπόρχες, κακόφημη: Είναι, σύμφωνα με τον, επίσης χορευτή του τάγκο, Κάρλος Φουέντες «Η μουσική για τους μετανάστες σε μια πόλη γεμάτη μοναξιές και σε μετάβαση». Το τάγκο ξεκινά σαν ορχηστρικός σκοπός που παίζεται με φλάουτο, κιθάρα, βιολί και μπαντονεόν (ένα όργανο προερχόμενο από τη γερμανική θρησκευτική μουσική που αντικαθιστά στην προκειμένη το ιταλικό ακορντεόν) και με μια χορογραφία αρκετά διαφορετική από τη σημερινή, πολύ πιο κοντά στους αφρικανικούς χορούς και στους χορούς των αυτοχθόνων.
 Στη συνέχεια, έρχεται η περισσότερο επηρεασμένη από τους Ιταλούς εκδοχή του, η πιο μελαγχολική` τώρα προστίθενται το πιάνο και το κοντραμπάσο, καθώς και τα πρώτα στιχάκια, που συνδέονται με το lunfardo, τη μυστική αργκό συνεννόησης του υποκόσμου, η οποία μέσω του τάγκο διαχέεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ακολουθούν στίχοι που συχνά έχουν να κάνουν με κάποιον άντρα που έμεινε μόνος του, μετά τη φυγή της καλής του. Για κάποιους, αυτό μάλλον αντανακλά την αναλογία των δύο φύλων στην πόλη. Ακόμη, στο Μπουένος Άιρες είναι εύκολο να βρει κανείς το σεξ, μα πολύ δύσκολο να βρει την αγάπη. Το τάγκο μιλά για τη μοναξιά που ακολουθεί μετά τη σεξουαλική πράξη, αφού μετά απ’ αυτήν, επιστρέφουμε ξανά στην πραγματικότητα. Γενικότερα, οι στίχοι του τάγκο μιλούν για ανθρώπους εύθραυστους, απόκληρους, άνεργους, για τη μοναχικότητα και την ανασφάλεια, για όσα έφυγαν και δε θα ξανάρθουν` το τάγκο είναι, κατά τον Μπόρχες, η «μεγάλη συζήτηση του Μπουένος Άιρες».
  Πολλοί ποιητές καταπιάνονται με το να γράψουν στίχους για το τάγκο, ανάμεσά τους ο πατέρας του λατινοαμερικανικού μοντερνισμού, Ρουμπέν Δαρίο. Το τάγκο χορεύεται στα καμπαρέ, στα «ρεστοράν αναψυχής» ή αλλιώς «καλοκαιρινά καφέ», στις ακαδημίες και στα «σπίτια χορού», χορεύεται μεταξύ ανδρών στο δρόμο συνοδεία μουσικής. Για τον Φουέντες είναι πάνω απ’ όλα, «ένα δυνατό σεξουαλικό γεγονός. Ιt takes two to tango», ενώ γίνεται ο πρώτος χορός στον οποίο τα ζευγάρια αγκαλιάζονται. Αν για τον Μιγέλ Ερνάντεθ τα τρία παγκόσμια θέματα είναι η ζωή, ο θάνατος και η αγάπη, για το Σάμπατο, το σεξ είναι αυτό που διαπερνά και τα τρία και το τάγκο είναι ένας αισθησιακός, μα συνάμα μελαγχολικός και εσωστρεφής χορός, γιατί καταφέρνει και μιλά για τη ζωή, το θάνατο και την αγάπη` δηλαδή για το σεξ.
  Από το 1907 ξεκινά η κυκλοφορία των δίσκων γραμμοφώνου και η διάδωση του τάγκο είναι πια πολύ ευκολότερη και γρηγορότερη. Από τους μουσικούς του δρόμου και τους ερασιτέχνες μουσικούς και χορευτές, αρχίζει να παίζεται από επαγγελματικές ορχήστρες και να χορεύεται από επαγγελματίες χορευτές.
  Σιγά σιγά, εντάσσεται στα θεάματα της πόλης, στο καρναβάλι, κλπ. κι έτσι παύει να θεωρείται περιθωριακό και γίνεται αποδεκτό απ’ τα μεσαία στρώματα και την αριστοκρατία. Από τα αργεντίνικα μπουρδέλα, φτάνει στα σαλόνια του Παρισιού. Στίχους για τάγκο γράφει ο Πωλ Βερλαίν. Απαγορεύεται από τη Δούκισσα του Νόρφολκ και από το Βασιλιά της Βαυαρίας, καθώς και από τον Πάπα Πίο το Δέκατο, αλλά στο τέλος κατακτά την Ευρώπη.
  Για το Φουέντες, αυτό το υπέροχο υβρίδιο του τάγκο αποτελεί από τη μία το αμάλγαμα όλων αυτών των διαφορετικών κόσμων, όμως ταυτόχρονα δημιουργεί έναν νέο. «Η αναζήτηση μιας κοινωνικής ταυτότητας δεν εξαντλήθηκε στα άκρα κοσμοπολιτισμός ή σωβινισμός, ακολασία ή απομόνωση, πολιτισμός ή βαρβαρότητα, μα υπέδειξε προς μια ευφυή, χρηστή ισορροπία μεταξύ του τι εμείς πήραμε από τον κόσμο και τι αυτός μας έδωσε. [...] Καταπιαστήκαμε με το πώς να διαχειριστούμε το χρόνο μας και με το πώς να ζήσουμε εντός ενός περιεχομένου, χωρίς να το περιορίζουμε σε επικίνδυνες, εσφαλμένες ταυτοποιήσεις του παρελθόντος ή του μέλλοντος, μέσω αντίστοιχα του πισωγυρίσματος ή της προόδου.»
  Ο Ραφαέλ Φλόρες Μοντενέγκρο, στο συνέδριο προς τιμήν του Μπόρχες τον περασμένο Νοέμβρη στην Αθήνα, είπε: «βλέπω πως η πόλη σας είναι γεμάτη με σχολές τάγκο και κέντρα, όπου μπορεί κανείς να το χορέψει. Να ξέρετε πως διασκεδάζετε με τη μουσική του τότε.»

Βιβλιογραφία
·         Aznarez, Juan Jesús (2003): “Las rancheras y tangos del ‘boom’”
·         Bagú, Sergio & Haydée G. de Torres (1971): “El orden internacional 1880-1914”
·         Berti, Eduardo (2002): “Borges y el tango”
·        Burucúa, José Emilio (ed.) (2014): Nueva historia argentina: Arte, sociedad y política, Sudamericana
·         Fuentes, Carlos (1998): El Espejo Enterrado: Reflexiones Sobre España y America, Taurus
·         Kodama, María (2016): Homenaje a Borges, Lumen
·         Grayson, John D. (1964): "Lunfardo, Argentina's Unknown Tongue"
·         Iglesia, Anna María (2016): “Mito, gauchos y compadritos en el tango de Jorge Luis Borges”
·         Lambrou, Natasha (2015): “Tango y gauchos”
·         Montenegro, Rafael Flores (2016): “Borges como escritor de algunos tangos y milongas”
·         Sábato, Ernesto (1964): “Tango, canción de Buenos Aires”
·        Tapias Cote, Carlos Guillermo (2014): “La migración por la Gran Guerra 1914-1918y su relación con Latinoamérica”

Κυριακή 2 Απριλίου 2017

Σύντομο, του Λουίς Μπράβο

(μετάφραση: nathalie)



 
ένα ποίημα που δεν έγραψα
εμφανίστηκε δημοσιευμένο σ'ένα φέιγ βολάν
με τ'όνομά μου/ ονειρεύτηκα

το ποίημα εμφανιζόταν/ υπερίπτατο
ανάμεσα σε μια συζήτηση
σκέφτηκα (στ' όνειρό μου)
πως το γραμμένο ποίημα στο
ΦΕΪΓ ΒΟΛΑΝ ΗΤΑΝ Τ' ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ
αν εγώ είμαι ο ονειρευόμενος
είμαι επίσης και ο γραφέας
προσπαθώ να μη το χάσω/ θέλω να το ξαναδιαβάσω

δεν καταφέρνω να το ξαναονειρευτώ/ μόνο πετά
το ποίημα πετά
και τ' όνειρο έτσι έλεγε:

πριν χρόνια ονειρεύτηκα
πως ένα ποίημα που ονειρεύτηκα και ποτέ δεν έγραψα
εμφανιζόταν τυπωμένο σ' ένα φέιγ βολάν

το ποίημα του ποιήματος φτερούγισε
όπως ένας σκόρος
ανάμεσα σε μια νυχτερινή περίπολο ποιητών
πολλά χρόνια μετά

:ΤΟ ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

το είδα ξανά να πετά μες στον κόσμο
σαν τ' όνειρο ενός ονείρου από άλλο όνειρο

       απόψε θέλω να το καταστήσω σαφές

είναι τ' όνειρο ενός ποιήματος σ' ένα ιπτάμενο ποίημα σ' άλλο όνειρο
που ονειρεύεται με τ' όνομά μου κι εγώ ποτέ μα ποτέ δεν έγραψα


Por aire y tierra, volante n.18