Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Ο Γκοτζίλα στο Μεξικό, του Ρομπέρτο Μπολάνιο

(μετάφραση: nathalie)



Άκου προσεκτικά, γιε μου: οι βόμβες έπεφταν
πάνω στην Πόλη του Μεξικού
αλλά κανείς δεν το αντιλαμβανόταν.
Ο αέρας έφερε το δηλητήριο μέσα
από τους δρόμους και τ' ανοιχτά παράθυρα.
Εσύ μόλις είχες φάει κι έβλεπες στην τηλεόραση
κινούμενα σχέδια.
Εγώ διάβαζα στο διπλανό δωμάτιο
όταν κατάλαβα πως θα πεθαίναμε.
Παρά τη ζαλάδα και τις ναυτίες σύρθηκα
ως την τραπεζαρία και σε βρήκα στο πάτωμα.
Αγκαλιαστήκαμε. Με ρώτησες τι συνέβαινε
και δεν είπα πως ο θάνατος μας είχε
στο πρόγραμμά του
αλλά πως θ' αρχίζαμε ένα ταξίδι.
ακόμα ένα, μαζί, και να μη φοβάσαι.
Φεύγοντας, ο θάνατος ούτε καν
μας έκλεισε τα μάτια.
Τι είμαστε; με ρώτησες μια βδομάδα ή ένα χρόνο αργότερα
Μυρμήγκια, μέλισσες, λάθος αριθμοί
στη μεγάλη σάπια σούπα της τύχης;
Είμαστε ανθρώπινα πλάσματα, γιε μου, σχεδόν πουλιά,
λαϊκοί ήρωες και μυστικά.

Πηγή

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

Η Αθηνά ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, του Τζόρτζιο Αγκάμπεν

(μετάφραση από την ισπανική μετάφραση της Artillería Inmanente: nathalie)

Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν έλαβε πρόσφατα τον τίτλο «Δάσκαλος του καιρού μας. Βραβείο Nonino 2018», μαζί με το λογοτέχνη Ισμαήλ Κανταρέ. Σχετικά με αυτό παρέδωσε αυτό το αδημοσίευτο κείμενο που δημοσιεύτηκε στη «Domenica» του Sole 24 Ore στις 21 Ιανουαρίου 2018.

Στο μουσείο της Ακρόπολης των Αθηνών διατηρούνται τρία αγάλματα προερχόμενα από το αέτωμα του παλιού ναού της πολιάδας* Αθηνάς, που βρισκόταν στην Ακρόπολη, πλάι στον τόπο όπου τώρα βρίσκονται τα ερείπια του Ερεχθείου. Είναι εντυπωσιακή η εικόνα της θεάς Αθηνάς στο κέντρο, τελείως συντηρητικής στην εμφάνιση, αναπαριστώμενης όρθια στην πράξη της κατεδάφισης του γίγαντα Εγκέλαδου. Η θεά φοράει το μανδύα, την αποκαλούμενη αιγίδα, η άκρη του κρεμασταριού της οποίας είναι σχηματισμένη από δικτυωμένα φίδια, με τα οποία το αριστερό της χέρι τείνει προς τα μπροστά, απειλώντας τον πρηνή, στο πάτωμα τώρα, γίγαντα. Εντούτοις, αν ο παρατηρητής πλησιάσει λίγα βήματα, αντιλαμβάνεται πως μένουν στην αλήθεια μόνο θραύσματα από το αυθεντικό άγαλμα: το πρόσωπο, κάποτε παιδικό κι άγριο, ο αριστερός ώμος καλυμμένος από το μανδύα, το δεξί πόδι κι ένα κομμάτι του χιτώνα. Όλο το υπόλοιπο ανακατασκευάστηκε υπομονετικά από τους αρχαιολόγους μ' ένα ουδέτερο υλικό, χρώματος ανοιχτής ώχρας, που μόνο από μακριά μπορεί να μπερδευτεί με το μάρμαρο, αλλά καταγγέλει με διαφάνεια, στην αμέσως επόμενη ματιά, τη νεωτερικότητά του. Ακόμα πιο θραυσματικό είναι το σώμα του γίγαντα: από το πρωτότυπο μένουν εκεί μόνο ένα θραύσμα του λαιμού, ένα κομάτι από το γόνατο και από τη δεξιά φτέρνα και περιέργως, πολύ καλά διατηρημένο, το φύλο που κρέμεται προς τα κάτω.
Πού είναι η Αθηνά; Πού στο χρόνο να τοποθετήσουμε αυτόν τον κορμό που μοιάζει παρ' όλα αυτά τόσο ολοκληρωμένος και ζωντανός; Στη θεά, παρελθόν και παρόν είναι άρρηκτα και λειτουργικά ενωμένα, με τέτοιο τρόπο, που το μάτι, πηγαίνοντας αντίθετα στην αντίληψή του, διστάζει να τα χωρίσει. Είναι κυριολεκτικά φτιαγμένη από παρελθόν και παρόν, λες και τα δύο χιλιάδες πεντακόσια χρόνια που διαχωρίζουν τα σμιλεμένα από τον Ενδοίο θραύσματα και τα ενσωματωμένα από τους αρχαιολόγους μέρη δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τον παλμό που ζωντανεύει τη λυγερή σιλουέτα της. Το χαμογελαστό πρόσωπο, γερμένο σκληρά πάνω στο θύμα της, τα δάχτυλα που σφίγγουν τον ισχνό λαιμό του ερπετού, οι ελάχιστες πτυχώσεις του χιτώνα, το πόδι στηριγμένο σταθερά στο πάτωμα, αρκούν για να δώσουν ζωή στο σύνολο` και, εντούτοις, δίχως τη παρούσα ώρα, την όχι τόσο πρόσφορη στη διάθεση των θραυσμάτων του παρελθόντος, όσο πειθήνια στην υπακοή υπό τις διαταγές του, η σιλουέτα δεν θα κατέληγε τόσο ζωντανή. Είναι δυνατό, τότε, αυτό το άγαλμα να μας προσφέρει το παράδειγμα της σχέσης ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, το παράδειγμα μιας δίκαιης κατάστασης του παρελθόντος. Γιατί είναι προφανές πως το παρελθόν δεν έχει άλλον τόπο από το παρόν, αλλά δεν ζει πέρα από την αποκάλυψή του στη στιγμή που του αφιερώνεται για να το υποδεχτεί.
Μια παλιά, ασπρόμαυρη φωτογραφία δείχνει το εύρημα του 1894 ενός αγάλματος εφήβου σχεδόν άθικτου, μόλις απελευθερωμένου από τη γη που το κάλυπτε. Πλάι του, οι εργάτες και οι αρχαιολόγοι το κοιτούν ικανοποιημένοι και φανερά ενθουσιασμένοι. Έτσι, το παρελθόν αναφύεται στο παρόν, συζεί μαζί του, σ' αυτό έχει θέση. Και τη στιγμή που εμφανίζεται, η ψευδής συνέχεια της χρονολογίας σπάει και καταθέτει την υποτιθέμενη ανακλιτότητά της. Το απότομα απομακρυσμένο, γίνεται πολύ κοντινό, δυο μακρινές στιγμές στο χρόνο βρίσκονται ξάφνου σε επαφή, δίνουν καταφύγιο και ζωή η μία στην άλλη.
Τι συνέβη, τι έλαβε χώρα σ' αυτό το σημείο; Είναι γνωστή η θέση του Μπένγιαμιν κατά την οποία το παρόν —το «τώρα»— δεν δίνεται ποτέ αποκλειστικά σ' ένα σημείο απομονωμένο από τη χρονολογική συνέχεια, μα πάντα στον αστερισμό ανάμεσα σε μια στιγμή του παρελθόντος και στο παρόν. Αυτό σημαίνει πως το πρόβλημα της σχέσης με το παρελθόν δεν είναι ψυχολογικό και ατομικό, μα πολιτικό και συλλογικό. Κάθε απόφαση πάνω στο παρόν υπονοεί τη σχέση με μια ακριβή στιγμή του παρελθόντος, με την οποία το παρόν πρέπει να λογαριαστεί. Δίχως αυτόν τον κριτικό αστερισμό, το παρόν είναι μη προσβάσιμο και αδιαφανές, γιατί μειώνεται, όπως ο λόγος της εξουσίας δεν κουράζεται να προτείνει ένα σύνολο γεγονότων και αριθμών που πρέπει να γίνουν αποδεκτά χωρίς την πιθανότητα να ανακαλεστούν στην αμφισβήτησή τους. Γι' αυτό η αρχαιολογία, που ανάγει προς τα πίσω το παρελθόν, κυνηγώντας τη σκιά που το παρόν ρίχνει πάνω του, είναι ο μόνος δρόμος πρόσβασης στο παρόν.
Αν αυτό είναι βέβαιο, αν εκείνο που διακυβεύεται σε σχέση με το παρελθόν είναι το παρόν, γίνεται τότε αντιληπτό γιατί οι δυνάμεις που κυβερνούν στη Δύση δουλεύουν με τόση επιμέλεια για να κάνουν αδύνατη αυτή τη σχέση. Και το κάνουν κατεδαφίζοντας τα πανεπιστήμια -δηλαδή, τον τόπο στον οποίο το παρελθόν θα έπρεπε να μεταφέρεται ως κάτι ζωντανό- και, ταυτόχρονα, πολλαπλασιάζοντας τα μουσεία, νοούμενα ως εγκαταστάσεις στις οποίες το παρελθόν διατηρείται χωρισμένο απ' το παρόν. Το παρελθόν που είναι εδώ υπό αμφισβήτηση δεν είναι ούτε μια διαχρονική καταγωγή ούτε εκείνο που έχει συμβεί μια για πάντα, η σειρά από αμετάκλητα γεγονότα που προσπαθούν να συσσωρεύσουν και να φυλάξουν στα αρχεία: είναι, καλύτερα, κάτι που μπορεί ακόμη να συμβεί και που, γι' αυτό, πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση εκριζωμένο από την αναπαράσταση στην οποία το έχει φυλακίσει η κυρίαρχη ιδεολογία. Το παρελθόν -δηλαδή, το παρόν- δεν είναι προσβάσιμο ούτε καν πέρα από την ιστορία, σε μια διαχρονική καταγωγή, ούτε κατά μήκος της συνεχούς γραμμής της χρονολογίας, μα μόνο διαμέσου της διακοπής της. Η μνήμη είναι, γι' αυτό, μια καταστροφική πρακτική και η εργασία της -η αρχαιολογία ως πρόσβαση στο παρόν- είναι εκ φύσεως ουσιαστικώς πολιτική.
Αυτό είναι βέβαιο επίσης για το άτομο. Όταν αυτοί, νικώντας τους φόβους τους, επιστρέφουν στο παρελθόν -δηλαδή, στο παρόν που δεν έχει μπορέσει ή δεν έχει γνωρίσει να ζει- αυτό που τούτο φέρνει στο φως, σ' αυτόν τον κόσμο, δεν είναι κάτι ιδιωτικό και μη κοινωνήσιμο. Πρόκειται, καλύτερα, για μια εικόνα ή ένα φάντασμα που, όπως το γυμνό άγαλμα του εφήβου που ξεθάφτηκε από τους αρχαιολόγους, δεν τους ανήκει καθαυτό, αλλά το ίδιο καλεί και αποστρέφεται συγχρόνως άλλα σώματα έξω από το χρονολογικό χρόνο, σ' έναν μη- τόπο που είναι, εντούτοις, αναντίρρητα παρών. Σ' αυτό το σημείο, όπως η πολιάς Αθηνά του μουσείου της Ακρόπολης, το άτομο ανακαλύπτει πως είναι φτιαγμένος από κομμάτια του παρελθόντος και του μέλλοντος, διατηρημένα άρρηκτα μαζί από τη καταστροφική- δημιουργική δύναμη της μνήμης. Κάθε παρόν είναι, μ' αυτήν την έννοια, πάντα το θραύσμα ενός παρελθόντος κι ο κορμός είναι η πιο αυθεντική σιλουέτα της ιστορίας.

* οι λέξεις στα πλάγια είναι ελληνικές στο πρωτότυπο (Σ.τ.Μ.)

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Quand vous serais bien vieille, του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν

(μετάφρ.: nathalie)



“…σεβαστείτε τα φυτά
 και τα κορμιά όπου ξεκουράζεται η επιθυμία
του απέραντου φόβου κάθε λησμονιάς."
MΒM

Όταν θα είσαι πολύ γριά
κι εγώ θα έχω πεθάνει
θ' ανακαλύψεις ένα βράδυ τις ιδιαίτερες
ώρες
το άρωμα των ήλιων που δύουν
το βαθύ σκοτάδι του αέρα
που έχει νυχτώσει στους δρόμους χωρίς επιστροφή

θα περιπλανηθείς αιώνια σε αναζήτηση του καθρέφτη
που ανταποδίδει ευτυχισμένες στιγμές
-του γαλάζιου η θάλασσα
στη σάρκα μας ήλιος κι επιθυμία-

μπρος στο θάνατο του χρόνου στο κρύσταλλο
θα ακούσεις τις μουσικές που μας νάρκωσαν
τους καθημερινούς ήχους που μας αναβίωναν
διολισθήσεις
νερών σαπουνιού προς χάσματα
φρικτά

κουτιά μουσικής εγκεφαλικές καρτ- ποστάλ
και στο σταθερό καθρέφτη το σημείο της ζωής μας
με λευκές οδοντοστοιχίες και μαυρισμένα δέρματα
νέοι αρχαίοι ευτυχισμένοι ανίκητοι

άλλο μην αφήσεις να σκοτεινιάσουν τα μάτια σου
και ο καθρέφτης να σβήσει την πραγματικότητά του και την επιθυμία σου
γιατί θα σ' έβλεπες γριά κι έρημη
με τα μάτια κοιμισμένα από την αγωνία
ο άνεμος
που παίρνει τα φύλλα ενός τρομακτικού φθινοπώρου
όταν θα είσαι πολύ γριά
κι εγώ θα έχω πεθάνει
σπάσε καθρέφτες πορτρέτα αναμνήσεις
βάλε κιλότα χορεύτριας ακάνθινο στεφάνι
βγες γυμνή στο μπαλκόνι και κατούρησε τον κόσμο
πριν σε τουφεκίσουν τα κλειστά παράθυρα.

A la sombra de las muchachas sin flor, 1973

Πηγή

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Σ' ένα ποτήρι κρύο ή κατά προτίμηση χλιαρό νερό, του Χούλιο Κορτάσαρ

(Μετάφρ.: nathalie)



Είναι θλιβερό, αλλά ποτέ δε θα κατανοήσω τις αναβράζουσες ασπιρίνες, τα Alka-Seltzer και τις βιταμίνες C. Δε θα καταλάβω ποτέ τίποτα το αναβράζον, γιατί ένα φάρμακο αναβράζον δεν μπορεί να το πάρει κανείς ενώ αναβράζει, δεδομένου ότι μέρος του δισκίου σου κολλά στον ουρανίσκο και ω, γαργαλάει, επιπλέον απολύτως στερούμενα θεραπευτικών ιδιοτήτων. Αν, αντιθέτως, το πάρει κανείς αφότου έχει αναβράσει, δεν βλέπει πια πού χρησιμεύει να είναι αναβράζον. Έχω διαβάσει πολύ τα φυλλάδια που συνοδεύουν τούτα τα προϊόντα, δίχως να βρω ικανοποιητική εξήγηση' δίχως αμφιβολία υπάρχει, αλλά για εξυπνότερους αρρώστους.

Πηγή

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Τζόρτζιο Αγκάμπεν: "Βενετία: υποδειγματική περίπτωση μιας πόλης που ζει, από αυτό που τη σκοτώνει"

Μετάφραση της nathalie από την ισπανική μετάφραση της Artillería Inmanente μιας συνέντευξης του Τζόρτζιο Αγκάμπεν στον Enrico Tantucci, δημοσιευμένη στις 31 Δεκεμβρίου 2017 στην εφημερίδα La Nuova di Venezia e Mestre, σελ. 36-37.


Καθηγητά Αγκάμπεν, στο σύντομο δοκίμιό σας προ ολίγων ετών, «Για τη χρησιμότητα και τα μειονεκτήματα της ζωής ανάμεσα σε φαντάσματα», περιγράφατε τη Βενετία σαν ένα είδος φαντάσματος που περιφέρεται δίχως να βρίσκει γαλήνη στις λιμνοθαλάσσιες νύχτες, ενώ εμφανίζεται απρόβλεπτα σ' όποιον μένει ακόμη σ' αυτήν την πόλη. Είναι έτσι; Η Βενετία είναι τώρα για εσάς πραγματικά μόνο το εκτόπλασμα του εαυτού της; Εσείς, που έχετε επιλέξει να ζείτε εκεί, πώς απαντάστε εντός αυτής της φασματικής διάστασης της Βενετίας;

Για εμένα, το φάντασμα δεν είναι μια αρνητική κατηγορία, ούτε, όπως εσείς λέτε, ένα εκτόπλασμα. Το φάντασμα -αρκεί να σκεφτούμε συγκεκριμένα αφηγήματα του Χένρι Τζέιμς- είναι μια μορφή ζωής πιο αληθινή από την ψεύτικη με την οποία επιδιώκουμε να ζωντανέψουμε τις πόλεις μας. Σίγουρα πιο αληθινή από τις μάζες τουριστών ή τα συχνά απελπισμένα τα πλήθη νέων που μεθούν τη νύχτα στο Campo Santa Margherita της Βενετίας ή στην πλατεία Trilussa της Ρώμης, με την καλοπροαίρετη συνενοχή των αρχών. Κι ακόμη πιο αληθινή από τις κούφιες Μπιενάλε, αυτές είναι, ναι, εκτοπλάσματα με την ετυμολογική έννοια του όρου, αδιαμόρφωτες ουσίες που εμφανίζονται από το τίποτα. Στο κείμενο που εσείς αναφέρεστε, εγώ έκανα μια διάκριση ανάμεσα στις προνύμφες, που είναι πτώματα που υποκρίνονται ότι είναι ζωντανά ή διατηρούνται τεχνητά στη ζωή (κι αυτή είναι η συνθήκη σχεδόν όλων των θεσμών μας) και το αληθινό φάντασμα, που  μπορεί να μας εμφανιστεί και να μας εκπλήξει επειδή διατηρεί καθαυτό κάτι ζωντανό κι ενίοτε χαρμόσυνο. Ίσως, στη χρεωκοπία της δυτικής κουλτούρας, οι πόλεις και οι γλώσσες της Ευρώπης να επιζούν αποκλειστικά ως φαντάσματα που, εντούτοις, μιλούν ακόμη σε όποιον ξέρει ν' ακούει τη φωνή τους. Και μόνο ακούγοντας αυτή τη φωνή ως τον καιρό μας, που έχει απωλέσει κάθε συνείδηση της ιστορικής του κατάστασης, θα μπορέσει κανείς να βρει μια ζωτική σχέση με το παρελθόν και το μέλλον του.

Τι είδους φάντασμα είναι η Βενετία για εσάς; Ποιες είναι οι ζωτικές ενέργειες που είναι ακόμη σε θέση να εκπέμψει; Και ποιες είναι τώρα οι ανεπανόρθωτα χαμένες; 

Μου φαίνεται πως έχω πει ξεκάθαρα γιατί το φάντασμα της Βενετίας είναι πιο ζωντανό και πιο πραγματικό από την ψεύτικη ζωή που θα' θελαν να του επιβάλλουν. Δείτε: η Βενετία είναι η υποδειγματική περίπτωση μιας πόλης που ζει από εκείνο που την κάνει να πεθαίνει. Όταν μια πόλη ή μια ολόκληρη κοινωνία, όπως συμβαίνει δυστυχώς σήμερα, κάθε φορά συχνότερα, φτάνουν στο σημείο του να τρέφονται από εκείνο που τις δηλητηριάζει και τις κάνει να πεθαίνουν, οι ευθύνες εκείνων που τις κυβερνούν είναι πολύ πιο σοβαρές και θα απαιτούσαν πολύ περισσότερο θάρρος και φαντασία. Στην περίπτωση της Βενετίας, ο τουρισμός με τον οποίο θα ήθελαν να την κάνουν να ζει αποκλειστικά, είναι ιδιαιτέρως θανατηφόρος, γιατί καταστρέφει προοδευτικά τις κοινωνικές σχέσεις που όριζαν τον τρόπο ζωής των κατοίκων της. Εντούτοις, συνεχίζεται χωρίς κανέναν δισταγμό ο μετασχηματισμός της πόλης σ' ένα τεράστιο εναλλακτικό εστιατόριο με μαγαζιά με μάσκες, δίχως σκέψη για εκείνους που κατοικούν και που θα ήθελαν να ζουν σε εκείνες τις calli και σε εκείνα τα campi. Εγώ κατοικώ στα περίχωρα του Orio, ένα από τα τελευταία μεγάλα campi της Βενετίας στα οποία ήταν ακόμη δυνατές αυθόρμητες μορφές ζωής, στα οποία τα παιδιά παίζουν το απόγευμα σκοινάκι και οι κάτοικοι συνεχίζουν να γιορτάζουν κάθε καλοκαίρι με μια όμορφη γιορτή. Αλλά μετά τη μετατροπή του Πανεπιστημίου σε ξενώνα και την πώληση τώρα σ' ένα συντηρητή, από πλευράς της Περιφέρειας, του θεάτρου Ανατομίας, το οποίο κάποιοι νέοι είχαν μετατρέψει σε κέντρο πολιτισμού και παιχνιδιών για τα παιδιά των κατοίκων, θα ακυρωθεί αυτή η δυνατότητα και ο χώρος όπου τα παιδιά παίζουν, θα καταληφθεί εξολοκλήρου από τα τραπέζια των τουριστών. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί, αν εκείνοι της διοίκησης δεν αποφασίζουν, όπως έχει σε πολλές περιπτώσεις προτείνει η Unesco, να βάλουν όρια στον τουρισμό, η Βενετία θα γίνεται κάθε φορά όλο και περισσότερο φάντασμα.

Μπορώ να σας ρωτήσω τότε, βλέποντας ότι είστε αρκετά επικριτικός με δίκαιο τρόπο, όσον αφορά τον αστικό εκφυλισμό της Βενετίας, γιατί επιλέξατε, παρ' όλα αυτά, να έρθετε να μείνετε σ' αυτήν την πόλη και να παραμείνετε σε αυτήν; Τι είναι αυτό που την κάνει να αντιστέκεται;

Με ενδιαφέρει η αρχαιολογία με την ευρύτερη έννοια του όρου, γιατί είμαι πεπεισμένος πως η αρχαιολογία είναι σήμερα η μοναδική οδός πρόσβασης στο παρόν. Ζούμε σε μια εποχή στην οποία ο καπιταλισμός, που συνέβαλε με τη γέννησή του αποφασιστικά στην ανάπτυξή της, μοιάζει να έχει εγκαταλείψει τις πόλεις σε μια αμείλικτη παρακμή. Εκείνο που ήταν  κάποτε οι πόλεις μετατρέπεται έτσι σε «ιστορικά κέντρα», λίγο πολύ ακατοίκητα, ο προορισμός των οποίων είναι να μουσειοποιηθούν, λες και «ιστορικό» σημαίνει «ρεζερβέ για τουριστική κατανάλωση». Η Βενετία δεν είναι μια ειδική περίπτωση από αυτή τη σκοπιά. Στα είκοσι arrondissements του «ιστορικού» Παρισιού, κατοικεί σήμερα το ένα τρίτο του πληθυσμού που ζούσε σ'αυτό στα τέλη του 19ου αιώνα. Γύρω από αυτά τα κέντρα, αναπτύσσονται οι πυκνοκατοικημένες περιφέρειες, των οποίων η μνήμη της πόλης έχει απωλεσθεί τελείως.
Οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται για την ιστορία των πόλεων, ξέρει πως η Βενετία, μέσω της δομής της, μαρτυρεί με ιδιαίτερο τρόπο αυτό που αρχικά ήταν η ζωή και η μορφή μιας πόλης. Γι' αυτό ίσως να είναι δυνατό να φανταστούμε από τη Βενετία, τι θα μπορούσε να είναι ακόμη μια πόλη` δίχως τα αυτοκίνητα, που κάνουν τόσο δυσάρεστη τη ζωή στη Ρώμη, και με τη δυνατότητα της ενσωμάτωσης της τοπικής οικονομίας της λιμνοθάλασσας με εκείνη της αγοράς, μια καθομιλουμένη γλώσσα και κουλτούρα (χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο με την έννοια του Ιβάν Ίλιτς, ως συνώνυμο του ελεύθερου από τις επιβεβλημένες από την αγορά συνθήκες) με εκείνες τις εθνικές. Για όλους αυτούς τους λόγους βρίσκω, παρ 'όλα αυτά, διδακτικό το να μένει κανείς στη Βενετία.

Οι τουρίστες μοιάζει να έχουν μια εξολοκλήρου διαφορετική αντίληψη της Βενετίας από τους Βενετσιάνους, πλέον σχεδόν δεν μοιάζει να την αναγνωρίζουν σαν πόλη. Δεν βλέπουν πια τις γέφυρες σαν δομές περάσματος, μα σας περιοχές ξεκούρασης για να πάρουν φωτογραφίες ή για να καθίσουν. Συγκεντρώνονται στην είσοδο των vaporetti, πεπεισμένοι ότι όλα οφείλουν να κατεβαίνουν αποκλειστικά στο San Marco, σχεδόν σαν να ήταν «τραμ» ενός υποθετικού θεματικού πάρκου κι όχι μέσα αστικής μεταφοράς. Σύμφωνα με εσάς, είναι λόγω κάποιας μορφής «άγνοιας», ή γιατί η Βενετία σήμερα δεν γίνεται πια αντιληπτή εξωτερικά ως μια πόλη;

Δεν είναι μόνο οι τουρίστες αυτοί που δεν βλέπουν πια τη Βενετία ως μια πόλη, μα επίσης οι κάτοικοι - που την έχουν εγκαταλείψει για να πάνε σε στερεό έδαφος- και, ακόμη και πριν, εκείνοι την διοικούν. Διαφορετικά, δεν είναι εύκολο να πει κανείς τι να είναι σήμερα μια πόλη και ποιό μοντέλο πρέπει να έχουμε κατά νου αν θέλουμε οι πόλεις να συνεχίζουν να είναι βιώσιμες. Σίγουρα όχι οι αδιαμόρφωτες μεγαλουπόλεις του τρίτου κόσμου με είκοσι εκατομμύρια κατοίκους, οι φαβέλες των οποίων εναλλάσσονται με τους ουρανοξύστες, κι ακόμη λιγότερο η μητρόπολη που είχε κατά νου το δημοτικό συμβούλιο του Cacciari, όταν θεωρούσε ως μοναδικό αστικό ιστό την περιοχή που πάει από τη Βενετία στην Πάδοβα, ξεχνώντας πως ο όρος «μητρόπολη» αναφέρεται ιστορικά σ' ένα αποικιακό σύστημα.
Από αυτή τη σκοπιά, ήταν επίσης πιθανώς λάθος η διατήρηση της Βενετίας και της Μέστρε, ενωμένων στον ίδιο δήμο. Σίγουρα, μια πόλη καταλήγει να ορίζεται από μια μορφή οικονομίας, αλλά επίσης, και πάνω απ' όλα, από μια συγκεκριμένη ζωντάνια, από μια συγκεκριμένη μορφή ζωής. Όταν οι μεγαλουπόλεις πεθάνουν θα πρέπει να σκεφτούμε μια νέα κοινοτική ευγένεια, ορισμένη από μια ισορροπία ανάμεσα στην τοπική και την παγκόσμια οικονομία. Η ιστορία και η υλική πραγματικότητα της Βενετίας θα μπορούσαν τότε να παρέχουν ορισμένες ενδείξεις. Είναι προφανές, για παράδειγμα, πως μια πόλη που την έχουν σκεφτεί περισσότερο για τα αυτοκίνητα παρά για τους κατοίκους της, είναι ένα ξεπερασμένο μοντέλο τώρα και η Βενετία, με αυτήν την έννοια, είναι μια πόλη του μέλλοντος. Η εναλλακτική είναι μια προοδευτική επανεισροή στην εξοχή, της οποίας μπορούν να ειδωθούν τα πρώτα συμπτώματα.

Είναι αισθητή η εντύπωση μιας μορφής κεκαλυμμένης δυσανεξίας που αναπτύσσουν οι Βενετσιάνοι προς τους τουρίστες, την ίδια στιγμή που η πόλη ζει, δυστυχώς, σχεδόν αποκλειστικά χάρη στην παρουσία τους. Πώς την κρίνετε;

Η δυσανεξία δεν είναι κεκαλυμμένη, αρχίζει να γίνεται προφανής ακόμη και σε εκείνους που ζουν από τον τουρισμό, για να μην αναφερθούμε καν στους υπόλοιπους, που είναι η πλειοψηφία και είναι αποκλειστικά θύματα αυτού. Πριν ή μετά θα φτάσει σ' ένα είδος συνάντησης. Και δεν είναι σίγουρο πως η πλειοψηφία των κατοίκων ζει από τον τουρισμό: σύμφωνα με τον απόλυτο αριθμό των κατοίκων, τα εργαστήρια του τομέα αυτού, είναι, παρ' όλα αυτά, μια μειοψηφία.

Αναφορικά με εκείνους που απαιτούν τον περιορισμό των τουριστικών ροών, ένα εισιτήριο εισόδου ή ακόμη κι έναn κλειστό αριθμό πρόσβασης στη Βενετία, ποια είναι η δική σας γνώμη;

Το πρόβλημα του τουρισμού θα μπορεί να βρει μια λύση μόνο εάν βασίζεται σε συγκεκριμένα δεδομένα. Το πρώτο αυτών είναι, πως στη Βενετία το 25% των τουριστών συνεισφέρει το 75% των πόρων. Αυτό είναι ένα δεδομένο που μου έδωσαν τότε στο Δήμο και δεν έχω κίνητρα ν' αμφιβάλλω γι' αυτό. Συνεπώς, θα ήταν δυνατός ένας ουσιαστικός περιορισμός του τουρισμού που δεν θα συνεπαγόταν απώλεια εσόδων, μα επιπλέον θα τα αύξανε, γιατί αυτό το 75% που δεν κάνει κανένα καλό, κοστίζει με τεράστιο τρόπο όσον αφορά τα έξοδα για τα σκουπίδια, κλπ. Στους καιρούς του δημοτικού συμβουλίου του Cacciari είχαν σκεφτεί τη δυνατότητα της μείωσης των γκρουπ, που είναι αυτά που ενοχλούν περισσότερο και συνεισφέρουν λιγότερους φόρους και είχαν δει πως η λύση ήταν εύκολη, γιατί τα γκρουπ οργανώνονται από τουριστικά πρακτορεία, όσον αφορά τα οποία είναι δυνατός ένας έλεγχος και μια συμφωνία. Αν δεν έγινε τίποτα, είναι απλά γιατί έλειπε το θάρρος.

Η Βενετία είναι επίσης μια φοιτητούπολη, μεταξύ των Ca’ Foscari, IUAV, Accademia, Conservatorio, κλπ. Ωστόσο, η εντύπωση είναι πως οι φοιτητές είναι επίσης ανεκτοί, εν μέροι περιθωριοποιημένοι από τον ιστό της πόλης. Τι σκέφτεστε εσείς γι' αυτό, έχοντας επίσης υπάρξει καθηγητής στην IUAV;

Η κατάσταση των νέων στην Ιταλία είναι απλά ντροπιαστική, όσον αφορά τα λοιπά ευρωπαϊκά κράτη. Αποτελούν ένα είδος κυμαινόμενων εργατικών χεριών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς περιορισμούς σε επισφαλείς θέσεις εργασίας. Και τα λίγα χρήματα που κερδίζουν, τα χάνουν με το νοίκι, όχι καταλυμάτων, μα διαμερισμάτων- υπνωτηρίων, όπως συμβαίνει με μαζικό και ανεξέλεγκτο τρόπο στη Βενετία. Είναι πραγματικά ένα θέαμα χωρίς ιστορικό προηγούμενο: μια γενιά ενηλίκων που εκμεταλλεύεται και διατηρεί σε μια εξευτελιστική κατάσταση εκείνους που είναι, κατά βάθος, τα παιδιά της. Κι αυτή δεν είναι απλά μια πραγματικότητα, μα μια νομοθετική πραγματικότητα. Από τούτη τη μεθοδική διάλυση της διδασκαλίας που οι κυβερνήσεις επεξεργάζονται εδώ και χρόνια, αποτελεί μέρος μιας παράλογης πολιτικής που υποχρεώνει τους μαθητές γυμνασίου να περνούν έναν αδιάφορο αριθμό ωρών, δουλεύοντας δωρεάν υπό το πρόσχημα των πρακτικών κατάρτισης που δεν είναι καθόλου τέτοιες. Όσο πιο περιορισμένα είναι τα επαγγέλματα, τόσο περισσότερο προτείνονται στους νέους ως οι μόνες εφικτές.
Εάν έχετε την ευκαιρία να μιλήσετε με μερικούς καθηγητές, θα αντιληφθείτε πως η σωστή εκπλήρωση του προγράμματος σπουδών καθίσταται αδύνατη μ' αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο, παρ' όλα αυτά, είναι από τους νέους -για παράδειγμα εκείνους της ομάδας La vida που έχουν επανατοποθετήσει τη ζωή τους στο Θέατρο της Ανατομίας στο San Giacomo dell’Orio— που προέρχονται οι λίγες πρωτοβουλίες ζωής της πόλης. Έχω παραστεί στις ημισκοτεινές αίθουσες τούτου του θεάτρου, στο οποίο η Περιφέρεια έκοψε το ηλεκτρικό ρεύμα, σε μερικές συναυλίες -σαν εκείνο το ρεμπέτικο της βενετσιάνικης ομάδας Neochori— απείρως αυθεντικότερες και σημαντικότερες πολιτιστικά από εκείνο που βλέπει κανείς στις αίθουσες που λαμβάνουν επιχορηγήσεις.

Τι θα σας άρεσε να άλλαζε σ' αυτή την πόλη, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται τη σήμερον ημέρα;

Σας απαντώ με μια παραβολή παρμένη από την εβραϊκή παράδοση: «Για να εγκαθιδρύσουμε το βασίλειο του Θεού πάνω στη Γη -έλεγε ένας ραβίνος- δεν χρειάζεται να τα αλλάξουμε όλα και να βάλουμε μπρος έναν κόσμο εξολοκλήρου νέο: αρκεί να κουνήσουμε λίγο αυτή την κούπα ή αυτή την πέτρα ή αυτό το θάμνο κι έτσι όλα τα πράγματα. Αλλά αυτό το λίγο είναι τόσο δύσκολο να πραγματοποιηθεί που οι άνθρωποι δεν το καταφέρνουν κι είναι αναγκαίο να έρθει ο Μεσσίας». Αυτό σημαίνει, μου φαίνεται, πως ακριβώς γι' αυτή τη μικρή μετακίνηση είναι αναγκαία η φαντασία και το θάρρος όσων ποτέ δεν μπορούν να έχουν τη δική μας πολιτική τάξη.